- λιγόλεπτος
- -η, -οβλ. ολιγόλεπτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek
ολιγόλεπτος — και λιγόλεπτος, η, ο αυτός που διαρκεί λίγα λεπτά τής ώρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + λεπτό. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek